χειροβάδιση

χειροβάδιση
[-ις (-εως)] η , χειροβάδισμα τό хождение на руках

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χειροβάδιση" в других словарях:

  • χειροβάδιση — η, Ν άσκηση κατά την οποία κάνει κάποιος κατακόρυφη αναστροφή τού σώματός του και μετακινείται στηριζόμενος στις παλάμες τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βάδιση (< βαδίζω)] …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροβάδισμα — το, Ν η χειροβάδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βάδισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Θ. Παγώνα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»